- ἐπιτοξεύειν
- ἐπιτοξεύωpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτοξεύω — ἐπιτοξεύω (Α) τοξεύω εναντίον κάποιου («Ἔρως ἐπαίδευσε τήν ἐρωμένην ἐπιτοξεύειν ταῑς τῶν ὀμμάτων βολαῖς», Αρισταίν.) … Dictionary of Greek